αρχέτυπο

αρχέτυπο
archétype

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • πρωτότυπος — η, ο / πρωτότυπος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελεί τον πρώτο, τον αρχικό τύπο άλλων πραγμάτων, αρχέτυπο 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτότυπο το πρώτο που έγινε, το αρχέτυπο από το οποίο παράγονται όλα τα άλλα νεοελλ. 1. αυτός που δεν αποτελεί απομίμηση… …   Dictionary of Greek

  • αρχέτυπος — η, ο 1. αυτός που αρχικά τυπώθηκε, ο πρωτότυπος: Στη βιβλιοθήκη του είχε μερικές αρχέτυπες εκδόσεις. 2. το ουδ. ως ουσ., το αρχέτυπο το πρωτότυπο, αυτό που βγήκε από το χέρι του συγγραφέα: Κανενός έργου της κλασικής αρχαιότητας δεν έχουμε το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Архетип (психология) — У этого термина существуют и другие значения, см. Архетип. Архетип (от греч. Αρχέτυπο  первообраз)  в аналитической психологии, основанной Карлом Юнгом,  универсальные изначальные врождённые психические структуры, составляющие… …   Википедия

  • Σέρλοκ Χολμς — ο, Ν λογοτ. λογοτεχνικό πρόσωπο που πλάστηκε από τον Άγγλο συγγραφέα Άρθουρ Κόναν Ντόυλ και αποτέλεσε το αρχέτυπο τού σύγχρονου ιδιοφυούς ντετέκτιβ και τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η μακροβιότερη παράδοση τής αστυνομικής λογοτεχνίας …   Dictionary of Greek

  • αθιβόλι(ν) — ἀθιβόλι(ν), το (Μ) [αθιβάλλω] 1. αρχέτυπο, πρωτότυπο 2. υπόδειγμα, καλό παράδειγμα, πρότυπο …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • αρχετυπικώς — ἀρχετυπικῶς (Μ) σαν αρχέτυπο, υποδειγματικά …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”